συνωνύμῳ

συνωνύμῳ
συνώνυμος
having the same name as
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνωνυμώ — έω, ΜΑ [συνώνυμος] έχω το ίδιο όνομα και την ίδια φύση με κάποιον άλλο αρχ. έχω την ίδια σημασία με κάποιον άλλο ή έχω την ίδια συντακτική χρήση με έναν άλλο («τὸ συνωνυμεῑν συνδέσμους ἐπιρρήμασιν» το να χρησιμοποιούνται οι ίδιες λέξεις και ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”